- ξηραντήρ
- (-ήρος) ο , ξηραντήριο[ν] τό сушилка; сушильня
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξηραντήρας — ο τεχνολ. συσκευή η οποία χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια για την ξήρανση διαφόρων χημικών, κυρίως, ουσιών, πρώτων υλών ή και τελικών προϊόντων μιας χημικής αντίδρασης ή διεργασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξηραν τού ξηραίνω, πρβλ. αόρ. ξήραν α +… … Dictionary of Greek